- ἐμπίεσμα
- ἐμπῐ-εσμα, ατος, τό,A depressed cranial fracture, Id.Fract.6, Heliod. ap. Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμπίεσμα — depressed cranial fracture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπίεσμα — το (AM ἐμπίεσμα) 1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα 2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση τού σπασμένου τμήματος προς τα μέσα νεοελλ. θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών τού ίππου … Dictionary of Greek
ἐμπιέσμασιν — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπιέσματος — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)